μυρμηδών

μυρμηδών
μυρμηδών, ὁ (Α)
1. φωλιά μυρμηγκιών, μυρμηγκοφωλιά
2. (κατά τόν Ησύχ.) «μυρμηδόνες
οἱ μύρμηκες ὑπὸ Δωριέων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μυρμηδών «μυρμηγκοφωλιά» και μυρμηδόνες «μύρμηκες υπό Δωριέων» παραδίδονται από τον Ησύχιο και συνδέονται με τον τ. μύρμηξ. Ο τ. μυρμηδόνες σχηματίστηκε, πιθ., από το μύρμηξ αναλογικά προς ονόματα εντόμων, όπως τενθρηδών κ.λπ., ενώ ο τ. μυρμηδών είναι παρ. σε -ών, -ῶνος που δηλώνει τόπο (πρβλ. σφηκών). Κατ' άλλη άποψη, οι τ. είναι εσφαλμένοι και ο μεν τ. μυρμηδών θα πρέπει να διορθωθεί σε μυρκηκιών, ενώ ο τ. μυρμηδόνες επινοήθηκε για να ερμηνεύσει ετυμολογικά το όνομα Μυρμιδόνες τού στρατού τού Αχιλλέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Myrmidons — For other uses, see Myrmidon (disambiguation). The Myrmidons or Myrmidones (Greek: Μυρμιδόνες) were legendary people of Greek history. They were very brave and skilled warriors commanded by Achilles,[1] as described in Homer s Iliad. Their… …   Wikipedia

  • Μυρμιδόνες — Αρχαίος λαός της Θεσσαλίας με κέντρο τη Φθία, ο οποίος ακολούθησε τον Αχιλλέα στην Τρωική εκστρατεία. Μια μεταγενέστερη αιγινητική παράδοση αναφέρει ότι οι Μ. κατάγονταν από την Αίγινα και ότι ήταν απόγονοι του Πηλέα, γιου του βασιλιά του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • μαμούδι — και μαμούνι, το (Μ μαμούδι και μαμούνι) έντομο, ζωύφιο νεοελλ. μτφ. άνθρωπος αεικίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού μάμμος (II) «οικέτης». Κατ άλλους, από το ρ. μαμμᾶν < μάμμη. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μαμούδι < μούμουδο <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”